- κατάγλυφος
- κατάγλυφος, -ον (Α) [καταγλύφω]ο γεμάτος γλυπτές διακοσμήσεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταγλύφους — κατάγλυφος incision masc/fem acc pl κατάγλυφος incision fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
κατάγλυπτος — κατάγλυπτος, ον (Μ) [καταγλύφω] κατάγλυφος* … Dictionary of Greek